Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδίαιον — εὐδίαιον και εὔδιον, τὸ (Α) [ευδίαιος] 1. η άκρη, το ρύγχος τού κλύσματος 2. το γυναικείο αιδοίο 3. ο πρωκτός … Dictionary of Greek
εύδιον — εὔδιον, τὸ (Α) βλ. ευδίαιον … Dictionary of Greek
ψίμαρον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «εὐδιαῑον» … Dictionary of Greek